- ζήλωμα
- ζήλωμα, τὸ (Α) [ζηλώ]1. καθετί που επιδιώκεται με ζήλο2. πληθ. τά ζηλώματαα) συνεκδ. καλή τύχη, ευτυχίαβ) οι προσπάθειες που γίνονται με ζήλο («τὰ τῶν νέων ζηλώματα», Αισχίν.)3. συναγωνισμός, άμιλλα («ζήλωμα τῆς τῶν Ῥωμαίων ἀρετῆς», Αππ.).
Dictionary of Greek. 2013.